- Ἐπιδώτας
- Ἐπιδώτᾱς , Ἐπιδώτηςmasc acc plἘπιδώτᾱς , Ἐπιδώτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιδώτας — ἐπιδώτᾱς , ἐπιδώτης the Bountiful masc acc pl ἐπιδώτᾱς , ἐπιδώτης the Bountiful masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδώτης — ἐπιδώτης, ὁ (Α) (επίθ. θεών) αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («ἔστι δέ ἱερὸν θεῶν οὕς Ἐπιδώτας ὀνομάζουσιν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δώτης (< δί δω μι)] … Dictionary of Greek